Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Το αιματοβαμμένο 1948 του Εμφυλίου



Οι συγκρούσεις μεταξύ του υπό αναδιοργάνωση Εθνικού Στρατούκαι του ΔΣΕ εξαπλώθηκαν σχεδόν σε όλη την επικράτεια 64 χρόνια πριν.

Του Ιακωβου Δ. Μιχαηλιδη*


Το τέλος του 1947 βρήκε την Ελλάδα στο μέσον του Εμφυλίου Πολέμου. Είχαν προηγηθεί στη διάρκεια της άνοιξης του ίδιου έτους η «μεταβίβαση» της Ελλάδας από τη βρετανική στην αμερικανική σφαίρα επιρροής μετά την εξαγγελία του δόγματος του Αμερικανού προέδρου Χάρι Τρούμαν για την παραχώρηση οικονομικής βοήθειας σε Ελλάδα και Τουρκία, αλλά και οι σκληρές ένοπλες αναμετρήσεις ανάμεσα στη νόμιμη κυβέρνηση και τον στρατό των ανταρτών. Οι τελευταίοι, μάλιστα, είχαν αποφασίσει στις 12 Σεπτεμβρίου στο πλαίσιο της 3ης Ολομέλειας, την υλοποίηση του στρατιωτικού επιχειρησιακού σχεδίου «Λίμνες», που προέβλεπε τη δημιουργία τακτικού στρατού προσδοκώμενης δύναμης 50.000-60.000 ανδρών σε μια προσπάθεια ολοκληρωτικής αντιπαράθεσης με τους αντιπάλους τους. Μπαίνοντας στο 1948, ήταν δεδομένο ότι το σχέδιο αυτό επρόκειτο να δοκιμαστεί και να κριθεί στην πράξη.

Η αποτίμηση των εξελίξεων κατά τη διάρκεια του 1948 πρέπει να γίνει σε τρία διαφορετικά επίπεδα: το πρώτο, το αμιγώς στρατιωτικό αναφέρεται στη συνέχιση και την επέκταση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, το δεύτερο σχετίζεται με τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση της περιόδου, τη μαζική μετακίνηση παιδιών από το ΚΚΕ στις Ανατολικές Χώρες, ενώ το τρίτο επικεντρώνεται στις διεθνείς διαστάσεις του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου.


Από τη Μουργκάνα στον Γράμμο και το Βίτσι

Οσον αφορά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, το βασικό τους στοιχείο υπήρξε η γενίκευση των συγκρούσεων και η επέκτασή τους σε ολόκληρη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα. «Οι μικρές πινέζες που έδειχναν τις θέσεις των ανταρτών στους επιχειρησιακούς χάρτες του στρατού σχημάτιζαν συμπαγείς μαύρες εκτάσεις», παρατηρούσε ο Βρετανός Geoffrey Chandler που υπηρέτησε στην Ελλάδα ως μέλος της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής. Ωστόσο, φαίνεται πως καμία από τις δύο πλευρές, ούτε καν ο Εθνικός Στρατός, δεν διέθετε το στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου, γεγονός που τους υποχρέωνε σε καταδρομικές, κατά βάση, ενέργειες. Ετσι, μοιραία οι δύο πλευρές σημείωναν επιτυχίες και αποτυχίες, ενώ οι απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Πάντως, η άφιξη των Αμερικανών και το σχέδιο αναδιοργάνωσης του Εθνικού Στρατού, υπό την ηγεσία του Αμερικανού στρατηγού James van Fleet, διοικητή της Αμερικανικής Στρατιωτικής Συμβουλευτικής και Προγραμματικής Ομάδας (JUSMAPG), άρχισε σταδιακά να αποδίδει καρπούς, με αιχμή του δόρατος τις νεοσυσταθείσες Μοίρες Ορεινών Καταδρομών αλλά και την ενίσχυση των δυνάμεων της Εθνοφρουράς.


Στην άλλη πλευρά, η αναδιοργάνωση των ανταρτικών μονάδων σε καθαρά στρατιωτικά πρότυπα συναντούσε δυσκολίες, τόσο λόγω της δυστοκίας εύρεσης πεπειραμένων στρατιωτικών στελεχών όσο και λόγω προβλημάτων στις επικοινωνίες ανάμεσα στις κατά τόπους μονάδες. Από τις ένοπλες συγκρούσεις αξίζει κανείς να αναφερθεί στον βομβαρδισμό από τους αντάρτες της Θεσσαλονίκης στις 10 Φεβρουαρίου, που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο ενός Βρετανού στρατιώτη, αλλά ελάχιστες υλικές ζημιές και στην αποτυχημένη επιχείρηση του Εθνικού Στρατού στο όρος Μουργκάνα λίγο αργότερα. Την άνοιξη του 1948, στο πλαίσιο της επιχείρησης «Χαραυγή», ξεκίνησαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Εθνικού Στρατού στην περιοχή της Ρούμελης, ωστόσο οι αντάρτες διέφυγαν προς την περιοχή των Αγράφων. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους το σκηνικό μεταφέρθηκε στον Γράμμο (σχέδιο «Κορωνίς»), όπου αρχικά οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού εγκλωβίστηκαν, αλλά τελικά διέφυγαν περνώντας παράτολμα προς το Βίτσι, ενώ λίγο αργότερα επανακατέλαβαν τις αρχικές τους θέσεις. Ηταν μια επιτελική αποτυχία του Εθνικού Στρατού, που οδήγησε σε αλλαγές στα ανώτατα κλιμάκια της στρατιωτικής ηγεσίας και την τοποθέτηση του Αλέξανδρου Παπάγου στη θέση του Αρχηγού του ΓΕΣ στις αρχές του επομένου έτους. Τέλος, στο πολιτικό επίπεδο πρέπει να αναφερθεί η δολοφονία, την 1η Μαΐου, στο κέντρο της Αθήνας του υπουργού Δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά.


Το «παιδομάζωμα»

Στις κοινωνικές εξελίξεις δεσπόζουσα θέση κατέχει η μεταφορά, ξεκινώντας από τον Μάρτιο του 1948, από το ΚΚΕ περισσότερων από 20.000 παιδιών που προέρχονταν κατά κύριο λόγο από την ελληνική Μακεδονία, τη Δυτική Θράκη, την Ηπειρο και τη Θεσσαλία, προς τις Ανατολικές Χώρες με το αιτιολογικό τη σωτηρία τους από τον «μοναρχοφασιστικό τρόμο». Η είδηση της μετακίνησης των παιδιών προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην Αθήνα, καταγγελίες στον ΟΗΕ και σύγκριση με το «παιδομάζωμα» που αιώνες πριν είχαν εφαρμόσει οι οθωμανικές αρχές. Το ακανθώδες ζήτημα του «παιδομαζώματος» εξακολουθεί να διχάζει ακόμη και σήμερα την ελληνική κοινωνία, ενώ οι επιπτώσεις του στο Μακεδονικό Ζήτημα τροφοδοτούν έως τις μέρες μας πικρίες, εντάσεις και υπερβολές. Σε απάντηση της πρωτοβουλίας των ανταρτών, η επίσημη κυβέρνηση προχώρησε στη μεταφορά χιλιάδων παιδιών από τις περιοχές που βρίσκονταν στα μέτωπα του πολέμου σε παιδουπόλεις που συστάθηκαν στο εσωτερικό της χώρας.


Καθοριστική η ρήξη των σχέσεων μεταξύ Τίτο και Στάλιν

Σε διεθνές επίπεδο, η αυγή του 1948 συνέπεσε με ενδιαφέρουσες εξελίξεις στα διπλωματικά μέτωπα. Στις 10 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε στο Κρεμλίνο συνάντηση ηγετικών στελεχών της ΕΣΣΔ, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας. Στη συνάντηση συζητήθηκε διεξοδικά και το ζήτημα του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, ενώ ο Ιωσήφ Στάλιν εξέφρασε τις επιφυλάξεις του σχετικά με το ενδεχόμενο επιτυχίας του ΚΚΕ. Τα μέλη της ηγεσίας του ΚΚΕ ενημέρωσαν οι Γιουγκοσλάβοι ομόλογοί τους, οι οποίοι, παρά τον εκπεφρασμένο προβληματισμό, υποσχέθηκαν ότι οι ίδιοι θα συνέχιζαν να τους συνδράμουν, ενώ τους συμβούλευσαν να μεταβούν στη Μόσχα για να διαλευκάνουν τα προβλήματα.

Ωστόσο, από τα τέλη Φεβρουαρίου πυκνά σύννεφα άρχισαν να καλύπτουν τον ουρανό των γιουγκοσλαβοσοβιετικών σχέσεων, πιθανότατα λόγω των σοβιετικών φόβων για μετεξέλιξη της Γιουγκοσλαβίας σε μια περιφερειακή κομμουνιστική δύναμη. Προηγήθηκε η άρνηση των Σοβιετικών να υπογράψουν οικονομική συμφωνία με τη Γιουγκοσλαβία. Ακολούθησε η ανάκληση από το Βελιγράδι όλων των πολιτικών και στρατιωτικών συμβούλων που διατηρούσε η Μόσχα. Στη διάρκεια της άνοιξης ανταλλάχθηκαν επιστολές, με τις οποίες ο Στάλιν κατηγορούσε τον Τίτο για αναθεωρητισμό και για «μη φιλική συμπεριφορά» προς τη Σοβιετική Ενωση. Τελικά, στις 28 Ιουνίου του 1948, η Κομινφόρμ με ψήφισμά της καλούσε τα «υγιή στοιχεία» του ΚΚΓ να απομακρύνουν τους ηγέτες τους και να τους αντικαταστήσουν με νέα ηγεσία. Η ρήξη είχε πλέον κορυφωθεί. Παρ' όλα αυτά, η συντριπτική πλειοψηφία του ΚΚΓ παρέμεινε πιστή στον Τίτο.

Οι επιπτώσεις από τη ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν και η αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ σύντομα επηρέασαν και τις σχέσεις των Γιουγκοσλάβων με τους Ελληνες κομμουνιστές αντάρτες. Ηδη από τα μέσα Ιουνίου του 1948, ο Ζαχαριάδης είχε φροντίσει να ταχθεί στο πλευρό του Στάλιν στη διένεξή του με τον Τίτο: «Θεωρώ ως απόλυτα ορθή την κριτική της Κ.Ε. του ΠΚΚ (μπολσεβίκοι) κατά της Κ.Ε. του ΚΚΓ και των ηγετών του», έγραφε χωρίς να αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης των προθέσεών του. Ετσι, στις 21 Ιουλίου ο ραδιοφωνικός σταθμός των ανταρτών στράφηκε εναντίον του Τίτο. Ακολούθως, στις 28-29 Ιουλίου του 1948 η 4η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ προσυπέγραψε την αποκήρυξη του Γιουγκοσλάβου στρατάρχη, η απόφασή της όμως δεν δημοσιοποιήθηκε λόγω της «ιδιόρρυθμης θέσης του ΚΚΕ και του κινήματός μας απέναντι στη Γιουγκοσλαβία».

Η επιλογή του σοβιετικού στρατοπέδου από την ηγεσία του ΚΚΕ, σε βάρος των Γιουγκοσλάβων του Τίτο, αποδείχθηκε σε βάθος χρόνου ολέθρια για τις επιδιώξεις της στο εσωτερικό. Σε αντίποινα για τη στάση των Ελλήνων κομμουνιστών, το Βελιγράδι διέκοψε σταδιακά την αποστολή πολεμοφοδίων και τροφίμων στον ΔΣΕ, ενώ άρχισε να προβάλλει προσκόμματα στην ομαλή διέλευση των συνόρων από τους αντάρτες, με αποκορύφωμα, το οριστικό κλείσιμό τους στα μέσα του 1949. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της προσέγγισης με τους Δυτικούς, εγκαινίασε μια βαθμιαία διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεών του με την Αθήνα.

Ετσι, ενώ το 1948 εξέπνεε, το χάσμα στην ελληνική κοινωνία λόγω της εμφύλιας σύρραξης είχε διευρυνθεί. Κι ενώ η αδυναμία των εγχώριων δυνάμεων να διαχειριστούν την κατάσταση ήταν ορατή διά γυμνού οφθαλμού, οι επιλογές των Μεγάλων Δυνάμεων απεναντίας έδειχναν ξεκάθαρα προς ποια πλευρά θα έγερνε, οριστικά πλέον, η ζυγαριά.

* Ο κ. Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης είναι επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ.


ΠΗΓΗ